- άλοξ
- ἄλοξ (-οκος), η (Α) (ομηρικός τύπος σε αιτιατική ενικού που απαντά και σε πληθυντικό ὦλκα, ὦλκας από άχρηστη ονομαστική ὦλξ)1. το αυλάκι που σχηματίζει το αλέτρι2. τραύμα που προκαλείται από νυχιά, γρατζούνισμα3. το αυλάκι που σχηματίζει στη θάλασσα το πλοίο που ταξιδεύει4. (στην ποιητ. γλώσσα) η συζυγική κλίνη που εννοείται μτφ. ως αγρός τού ανθρώπινου είδους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Παράλληλος τ. της λ. αὖλαξ που μαρτυρείται στους τραγικούς και στον Αριστοφάνη. Συνήθως ο τ. ερμηνεύεται ως προϊόν μεταθέσεως από τη ρίζα ἀολκ- που απαντά στον ομηρ. τ. αιτ. ὦλκα (< *ἀ-Fολκα) «αύλακα» — βλ. και λ. αὖλαξ.ΠΑΡ. αρχ. ἀλοκίζω].
Dictionary of Greek. 2013.